Ο ώμος ή αλλιώς γληνοβραχιόνιος άρθρωση προκύπτει από την ένωση του οστού της ωμοπλάτης και του βραχιονίου οστού. Οι δύο επιφάνειες είναι η κεφαλή του βραχιονίου και η ωμογλήνη, η υποδοχή δηλαδή της ωμοπλάτης. Στην άρθρωση εμπλέκονται και άλλες δύο μικρότερες αρθρώσεις, η ακρωμιοκλειδική (μεταξύ της κλείδας και ακρωμίου (ενός μέρους της ωμοπλάτης)) και η ωμοπλατοθωρακική (μεταξύ της ωμοπλάτης και του θώρακα).  

Ο σχεδιασμός της άρθρωσης αυτής επιτρέπει την κίνηση όλου του άνω άκρου σε όλα τα επίπεδα. Τα δύο οστά περιβάλλονται από αρθρικό χόνδρο ο οποίος επιτρέπει την ομαλή και με ελάχιστη τριβή κίνηση των αρθρικών επιφανειών. Η ωμοπλάτη συμμετέχει στην κίνηση του ώμου με συγκεκριμένη ακολουθία (ωμοβραχιόνιος ρυθμός).

Η άρθρωση του ώμου από την κατασκευή της είναι μια ασταθής και ελεύθερη άρθρωση η οποία σταθεροποιείται από:

  • έναν ινώδη δακτύλιο (επιχείλιος χόνδρος), ο οποίος περιβάλει την άρθρωση στο μέρος της ωμογλήνης και σταθεροποιεί την άρθρωση,
  • τον πρόσθιο γληνοβραχιόνιο σύνδεσμο, ο οποίος σταθεροποιεί και βοηθά την κίνηση του ώμου,
  • τον θύλακο του ώμου. Ένα ινώδες περίβλημα της άρθρωσης, το οποίο και αυτό με την σειρά του σταθεροποιεί και υποβοηθά την κίνηση. Η παθολογία του θυλάκου δημιουργεί το φαινόμενο του παγωμένου ώμου,
  • και από τους τένοντες τεσσάρων μυών (πέταλο των στροφέων), οι οποίοι βρίσκονται στην ωμοπλάτη, περνούν και καταλήγουν κοντά στην άρθρωση του ώμου. Η λειτουργία τους είναι να πραγματοποιούν συγκεκριμένες κινήσεις του ώμου και να σταθεροποιούν την άρθρωση. Υπέρχρησή τους οδηγεί σε τενοντίτιδα του πετάλου των στροφέων ή και σε ρήξη.